Articles


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ»


Η Πνευματική Ιδιοκτησία

Μαρία Σ. Άνθη, Δημοσιογράφος

Είναι σαφές ότι στην περίπτωση της συγγραφής μίας διπλωματικής εργασίας ή μίας διδακτορικής διατριβής τίθεται το ζήτημα της πνευματικής εργασίας, δεδομένου ότι αρκετές από αυτές τις εργασίες δημοσιεύονται, εκδίδονται ως βιβλία και καταγράφονται σε ηλεκτρονική μορφή. Για αυτό το λόγο, είναι χρήσιμη η αναφορά στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα, οι μουσικές συνθέσεις, με κείμενο ή χωρίς, τα θεατρικά έργα, με μουσική ή χωρίς, οι χορογραφίες και οι παντομίμες και γενικώς διάφορα καλλιτεχνικά έργα, αλλά ακόμα και τα τρισδιάστατα έργα που αναφέρονται στη γεωγραφία, την τοπογραφία, την αρχιτεκτονική ή την επιστήμη (Άρθρο 2, Ν. 2121/93).
Ο δημιουργός είναι το υποκείμενο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Στο ηπειρωτικό ευρωπαϊκό σύστημα (droit d’auteur), όπως και στο ελληνικό δίκαιο, δημιουργός μπορεί να είναι μόνο φυσικό πρόσωπο, αφού μόνο άνθρωπος μπορεί να δημιουργεί πρωτότυπα πνευματικά έργα.
Οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ' αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα).
Ως προς το περιουσιακό δικαίωμα, εν συντομία πρέπει να αναφερθεί ότι αυτό δίνει στους δημιουργούς το δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την εγγραφή και την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή των έργων τους με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, τη μετάφραση των έργων τους, τη διασκευή ή και τη διανομή στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή με άλλους τρόπους. Αναφορικά με την εκμίσθωση και το δημόσιο δανεισμό, όσον αφορά το πρωτότυπο ή τα αντίτυπα των έργων τους, αυτά περικλείονται στο περιουσιακό δικαίωμα. Τα δικαιώματα αυτά δεν αναλώνονται από οποιαδήποτε πώληση ή άλλη πράξη διανομής του πρωτοτύπου ή των αντιτύπων  (Άρθρο 2, Ν. 2121/93).
Ως προς το ηθικό δικαίωμα, αυτό είναι ανεξάρτητο και παραμένει στον στο δημιουργό ακόμα και μετά τη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος. Το ηθικό δικαίωμα δίνει στο δημιουργό κυρίως τις εξουσίες της απόφασης για το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο κατά τους οποίους το έργο θα γίνει προσιτό στο κοινό (δημοσίευση), της αναγνώρισης της πατρότητάς του πάνω στο έργο και ειδικότερα την εξουσία να απαιτεί, στο μέτρο του δυνατού, τη μνεία του ονόματός του στα αντίτυπα του έργου του και σε κάθε δημόσια χρήση του έργου ή, αντίθετα, να κρατάει την ανωνυμία του ή να χρησιμοποιεί ψευδώνυμο, αλλά και της απαγόρευσης κάθε παραμόρφωσης, περικοπής ή άλλης τροποποίησης του έργου του, καθώς και κάθε προσβολής του δημιουργού οφειλόμενης στις συνθήκες παρουσίασης του έργου στο κοινό. Στην περίπτωση έργων λόγου ή επιστήμης, το ηθικό δικαίωμα δίνει τη δυνατότητα υπαναχώρησης από συμβάσεις μεταβίβασης του περιουσιακού δικαίωματος ή εκμετάλλευσής του ή άδειας εκμετάλλευσης του εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία της προσωπικότητάς του εξαιτίας μεταβολής στις πεποιθήσεις του ή στις περιστάσεις και με καταβολή αποζημίωσης στον αντισυμβαλλόμενο για τη θετική του ζημία.
Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της, σύμφωνα με το Ν. 2121/1993 και τη διεθνή σύμβαση της Βέρνης, που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975.


            Μεθοδολογία Ποιοτικής και Ποσοτικής Έρευνας


Μαρία Σ. Άνθη, Δημοσιογράφος

Α. Θεωρητικά στοιχεία

Η πιο διαδεδομένη μορφή εμπειρικής έρευνας, η οποία χρησιμοποιείται για ακαδημαϊκούς και επιστημονικούς σκοπούς, είναι η δειγματοληπτική έρευνα με ερωτηματολόγια ή συνεντεύξεις. Η έρευνα αυτή προσφέρει τη ταχεία και συλλογική τυποποίηση των συλλεγόμενων στοιχείων, τη δυνατότητα επαφής με μεγάλο αριθμό δείγματος, αλλά και τη μικρότερη δυνατή επένδυση χρόνου που απαιτείται από τον ερευνητή. Αν και η έρευνα γενικώς έχει διάφορες μορφές που καλύπτουν τις ανάγκες των διεξαχθεισών μελετών, η δειγματοληπτική έρευνα στην παρούσα πτυχιακή εργασία είναι επεξηγηματική, καθώς έχει ως στόχο της να εξηγήσει τις τάσεις που εμφανίζονται στα δεδομένα, να εξιχνιάσει τους αιτιακούς μηχανισμούς που τις δημιουργούν και να συμβάλει στην ανάπτυξη της γνώσης περί της λογιστικής δεοντολογίας, με την επαλήθευση ή την τροποποίηση της θεωρίας ή με την εκλέπτυνση των θεωρητικών εννοιών (Javeau 2000: 39).
Συνεπώς, η δειγματοληπτική έρευνα πρέπει να εφαρμόζεται ιδανικά για τη σύνδεση που μπορεί να επιφέρει ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα και την εξήγηση και την ερμηνεία της πραγματικότητας αυτής μέσα από τη θεωρία.

Μέθοδοι δειγματοληψίας

Στα πλαίσια της δειγματοληπτικής έρευνας, μπορεί να γίνει λόγος περαιτέρω για τις μεθόδους της, δηλαδή την ποιοτική και ποσοτική έρευνα. Πιο συγκεκριμένα, οι επιστημονικές έρευνες, ανάλογα με τις τιμές μέτρησης που χρησιμοποιούν στην κωδικοποίηση, ανάλυση και αξιολόγηση των δεδομένων, χωρίζονται στις δύο αυτές μεγάλες κατηγορίες (Javeau 2000: 90).

1.         Η ποσοτική μέθοδος

Η ποσοτική έρευνα, που είχε ως στόχο τη συγκέντρωση συγκεκριμένων στοιχείων για τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων και τη διαμόρφωση της κοινωνικής πολιτικής, αποδίδεται στον Charles Booth και τη διερεύνησή του σχετικά με την φτώχεια του πληθυσμού του Λονδίνου (Κυριαζή 1998: 103). Μέσα από τις έρευνες του Lazarsfeld για την πολιτική συμπεριφορά και του Stouffer για τον αμερικανικό στρατό, η δειγματοληπτική ποσοτική έρευνα με ερωτηματολόγια και στατιστικές μεθόδους αναδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό ως εργαλείο συγκέντρωσης περιγραφικών στοιχείων, αλλά και ως αναλυτικό εργαλείο που γεφύρωνε την έρευνα με τη θεωρία (Javeau 2000: 43). Τα δεδομένα των ποσοτικών ερευνών παρουσιάζονται ποσοτικά, δηλαδή με αριθμούς, οι οποίοι μπορούν να κωδικοποιηθούν, να αναλυθούν και να ερμηνευθούν με στατιστικά σχήματα, διαγράμματα και στατιστικούς δείκτες.
Στη σύγχρονη εποχή, η σύνταξη ερωτηματολογίων αποτελεί το βασικό μέσο συλλογής και ανάλυσης στοιχείων και για αυτό το λόγο, έχει μεγάλη σημασία να εφαρμόζεται με ευαισθησία στα τεχνικά όρια που τη χαρακτηρίζουν, αλλά και στις παραδοχές στις οποίες στηρίζεται.
Σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί, το ερωτηματολόγιο είναι μία μέθοδος επιστημονικής έρευνας, με την οποία ο ερευνητής μπορεί να συλλέξει τις πληροφορίες που επιθυμεί. Για αυτό το λόγο, η σύνταξη του ερωτηματολογίου πρέπει να σχετίζεται άμεσα με το θέμα της έρευνας και οι ερωτήσεις να αναφέρονται στις γνώσεις, τις προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντα, τα συναισθήματα, τις εμπειρίες, αλλά και τις αξίες και στάσεις των ατόμων, προκειμένου να αναδειχθεί η προσωπικότητά τους και η συμπεριφορά τους σε προκαθορισμένες καταστάσεις. Επομένως, η επιστημονική αξία του ερωτηματολογίου εξαρτάται από το συγγραφέα του, από το δείγμα του και από τους χρήστες του (Μπαμπάλης&Τσιπλητάρης 2006: 18).
Για να συνταχθεί το ερωτηματολόγιο, απαιτούνται κάποιες βασικές προϋποθέσεις, ήτοι ο προσδιορισμός και η καταγραφή του θέματος, η μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας, η συγκεκριμενοποίηση των στόχων και η επισήμανση των προβλημάτων, ο προσδιορισμός του πληθυσμού και ο καθορισμός του δείγματος. Αυτό σημαίνει ότι η σύνταξη του ερωτηματολογίου συναρτάται από πολλαπλούς παράγοντες και αυτό οφείλεται στο ότι ο τύπος και η άρθρωση των ερωτήσεων ασκούν καθοριστική επίδραση στις απαντήσεις, άρα έχουν τεράστια σημασία για τα αποτελέσματα της έρευνας.
Η σύνταξη του ερωτηματολογίου απαιτεί και συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Οι παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη αφορούν στις ερωτήσεις που πρέπει να έχουν άμεση σχέση με τους στόχους της έρευνας, να ανταποκρίνονται στο επίπεδο των υποκειμένων και να προκαλούν το ενδιαφέρον τους, να είναι σύντομες, απλές και σαφείς και να μπορούν να λάβουν προσωπικό χαρακτήρα. Οπωσδήποτε, είναι σημαντικό να μπορούν τα δεδομένα να κωδικοποιηθούν, αλλά και να αναλυθούν (Κυριαζή 1998: 119).

2.         Η ποιοτική μέθοδος

            Οι ποιοτικές έρευνες, όπως οι ιστορικές έρευνες, οι μελέτες περιπτώσεων και οι αναλύσεις περιεχομένων, διαφέρουν σημαντικά από τις προηγούμενες, γιατί τα δεδομένα τους παρουσιάζονται ποιοτικά και κατηγορικά με λεκτικά σχήματα ή σύμβολα, που κατατάσσονται σε κατηγορίες, όπως φύλο, επάγγελμα και ιδιότητα. Ορισμένες φορές, τα δεδομένα τους μπορεί να έχουν τη δυνατότητα επίσης να κωδικοποιηθούν ποσοτικά και να αναλυθούν (Kvale 1996: 59).
            Η σημαντικότερη ποιοτική μέθοδος και αυτή που αφορά άμεσα στη συγκεκριμένη εργασία είναι η συνέντευξη, στη διάρκεια της οποίας ο ερευνητής κάνει ερωτήσεις σε καθορισμένο αριθμό υποκειμένων, προκειμένου να αξιολογήσει και να διαφωτίσει μία κατάσταση που σχετίζεται με την έρευνά του. Συνήθως, ο ερευνητής έχει σημειώσει κάποιες ερωτήσεις που θα υποβάλει στο κάθε υποκείμενο, και τότε η συνέντευξη αποκαλείται δομημένη, μπορεί όμως να αφήσει το υποκείμενο ελεύθερο να εκφράσει τις σκέψεις του, αλλά πάντοτε στο πνεύμα της έρευνας, επομένως πρόκειται για μία μη δομημένη συνέντευξη (Μπαμπάλης&Τσιπλητάρης 2006: 48).
            Η ορθή διεξαγωγή της συνέντευξης απαιτεί εξίσου κάποιες προϋποθέσεις, όπως και η σύνταξη του ερωτηματολογίου. Είναι κατανοητό ότι πρώτα πρέπει να έχει καταγραφεί το θέμα, να έχει μελετηθεί η σχετική βιβλιογραφία και να έχουν καθοριστεί οι στόχοι της έρευνας. Επιπλέον, ο ερευνητής πρέπει να έχει καταλήξει στο δείγμα που θα χρησιμοποιήσει, δηλαδή στον αριθμό των ατόμων-υποκειμένων που θα χρησιμοποιήσει για τις συνεντεύξεις και να έχει έστω σημειωμένες και έτοιμες προς διατύπωση απλές, σύντομες και κατανοητές ερωτήσεις.
            Σε σχέση με το ερωτηματολόγιο και γενικά με την ποσοτική μέθοδο, η συνέντευξη παρουσιάζει κάποια πλεονεκτήματα, επειδή ο ερευνητής αποκτά άμεση επαφή με το υποκείμενο και μπορεί αρκετά πιο εύκολα να διαπιστώσει τα κίνητρα, τις ιδέες και τις αντιλήψεις του υποκειμένου. Ωστόσο, στα μειονεκτήματα συγκαταλέγονται ο αναγκαστικός περιορισμός του ερευνητή σε μικρό αριθμό συνεντευξιαζόμενων, αλλά και ο κίνδυνος της μη ορθής κατανόησης από μέρους του ερευνητή των λόγων και των σκέψεων των υποκειμένων, με αποτέλεσμα να υπάρχει περαιτέρω απειλή αλλοίωσης των αποτελεσμάτων της έρευνας (Kvale 1996: 60).

Β.        Η Μεθοδολογία της εργασίας

            Με βάση την παραπάνω θεωρία, χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες μέθοδοι, οι οποίες κρίνονται ως οι κατάλληλες για τη διεξαγωγή της έρευνας σχετικά με το θέμα της εργασίας κάθε φορά. Για παράδειγμα, η έρευνα μπορεί να είναι επεξηγηματική, επειδή έχει ως στόχο την ανάδειξη, προβολή, αιτιολόγηση και εξήγηση των πτυχών ή άρχων μίας συγκεκριμένης θεωρίας, ταυτόχρονα με τον εντοπισμό προβλημάτων και περιθωρίων βελτίωσης στη θεωρία και στην πράξη. Όταν η εργασία επαφίεται τέτοιων θεμάτων, είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται συνδυαστικά η ποσοτική με την ποιοτική έρευνα, για την εύρεση λεπτομερέστερων αποτελεσμάτων. Ο συνδυασμός αυτός, που αποτελεί κοινό τόπο σε αρκετές σύγχρονες έρευνες, αποτελεί μία νέα μέθοδο, τη λεγόμενη τριγωνοποίηση, η οποία προσδιορίζεται από τη χρήση δύο ή περισσότερων μεθόδων συλλογής στοιχείων, που αποσκοπούν στη μελέτη ενός ατομικού ή κοινωνικού προβλήματος (Mason 2003: 38). Το αποτέλεσμα είναι να καταφέρνει ο ερευνητής να καλύπτει όλες τις πλευρές μίας ολοκληρωμένης έρευνας.

Σχεδιασμός συνέντευξης

 Ο σχεδιασμός των συνεντεύξεων συνήθως ακολουθεί τα εξής στάδια:
1. Καθορισμός του τι ακριβώς πρέπει να αναδειχθεί μέσα από τις συνεντεύξεις. Χωρίζεται το θέμα σε επιμέρους περιοχές έρευνας και διατυπώνονται συγκεκριμένες υποθέσεις που αναδείκνυαν τους στόχους.
2. Στη συνέχεια καταγράφονται οι σχετικές ερωτήσεις, που προβάλλουν το θέμα, αλλά και δίνουν τη δυνατότητα στους συνεντευξιαζόμενους να εκφραστούν ελεύθερα.
3. Επιλέγεται το δείγμα.

            Σύμφωνα, επομένως, με την προαναφερθείσα έρευνα και την επιλογή συγκεκριμένων μεθοδολογικών εργαλείων, μπορεί να ακολουθήσει η ανάλυση των αποτελεσμάτων της ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας.

Βιβλιογραφία

Javeau C., Η έρευνα με ερωτηματολόγιο, μτφρ. Κ. Τζώρτζη-Τζαννόνε, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2000.

Κυριαζή Ν., Η κοινωνιολογική έρευνα, Κριτική Επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.

Kvale S., Interviews: An Intro to Qualitative Research Interviewing, SAGE, 1996.

Mason J., Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας, μτφρ. Ε. Δημητριάδου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.

Μπαμπάλης Θ., Τσιπλητάρης Α., Δέκα παραδείγματα μεθοδολογίας επιστημονικής έρευνας, Από τη θεωρία στην πράξη, εκδ. Ατραπός, Αθήνα 2006.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου