Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Τρίτη εργασία : Αστικό και εργατικό Δίκαιο


cid:image001.png@01CDF589.476A5CD0

MAΡΙΑ  Σ.  ΑΝΘΗ
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ-        3Η  ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΑΣΙΑ    ΤΡΙΤΗ      1-3-2011






ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1ο ερώτημα                                                                                                                2

2ο ερώτημα                                                                                                                3

3ο ερώτημα                                                                                                                4 

4ο ερώτημα                                                                                                                5

5ο ερώτημα                                                                                                                7

Βιβλιογραφία                                                                                                                        8
















1ο ερώτημα:

Η έννοια του σωματείου, όπως ορίζει ο Αστικός Κώδικας, σχετίζεται με την ένωση προσώπων με μη κερδοσκοπικό σκοπό, που έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με τους όρους του νόμου (Κιούση, 1999, σελ. 69).
Σύμφωνα με το δίκαιο των συλλογικών εργασιακών σχέσεων και συγκεκριμένα το δίκαιο των συλλογιστικών σωματείων, για την ίδρυση ενός σωματείου είναι αναγκαία προϋπόθεση η ύπαρξη το λιγότερο 20 εργαζομένων, οι οποίοι αρχικώς καταγράφουν το καταστατικό του σωματείου, βάσει του οποίου δηλώνονται εγγράφως οι όροι της οργάνωσης και λειτουργίας του, καθώς και τα διάφορα όργανά του. Ακολούθως, οι εργαζόμενοι οφείλουν να καταθέτουν το εν λόγω καταστατικό στο δικαστήριο και με τη δικαστική απόφαση που εκδίδεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, πραγματοποιείται η ίδρυση του σωματείου. Η δικαστική απόφαση πρέπει να καταχωρηθεί σε ειδικό βιβλίο σωματείων, που τηρείται στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του σωματείου (Σιδέρης, 2008, σελ. 84).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι φίλοι που επιθυμούσαν τη δημιουργία του πολιτιστικού σωματείου ήταν είκοσι τρεις (23), δηλαδή ξεπερνούσαν τον αριθμό είκοσι (20), που απαιτείται για την ίδρυση ενός σωματείου, επομένως είναι έγκυρη η αίτηση που υπέβαλαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Επιπλέον, είχαν συντάξει τη συστατική πράξη και το καταστατικό, άρα το Μονομελές Πρωτοδικείο αφού εξέτασε τα παραπάνω έγγραφα, έκρινε ότι γίνεται αποδεκτή η αίτηση του σωματείου.
Ο ρόλος του Μονομελούς Πρωτοδικείου έγκειται στην αποδοχή της αίτησης του σωματείου και στη διαταγή της δημοσίευσης της περίληψης του καταστατικού με τα ουσιώδη στοιχεία του και στην εγγραφή του σωματείου στο βιβλίο σωματείων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω (ΑΚ 81). Μετά την εγγραφή του, το σωματείο αποκτά πλέον νομική προσωπικότητα.
Προκειμένου να εκδώσει το Μονομελές Πρωτοδικείο την απόφασή του, πρέπει να έχει εξακριβώσει προηγουμένως την τήρηση των απαιτούμενων από το νόμο όρων για τη σύσταση του σωματείου και να έχει βεβαιωθεί ότι ο σκοπός ιδρύσεως δεν είναι παράνομος ή ανήθικος. Για αυτό το λόγο, το δικαστήριο πρέπει να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας, ώστε να διαπιστώσει αν όντως προκύπτουν τα παραπάνω. Ωστόσο, είναι αδύνατος ο έλεγχος σκοπιμότητας, επειδή αντίκειται στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι (Αγαλοπούλου, 2003, σελ. 72). Στο άρθρο 12, παράγραφος 1 του Συντάγματος, αναφέρεται ρητά εξάλλου, ότι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και σωματεία από τα οποία δεν αποφέρεται κέρδος, με τη τήρηση των νόμων (Άρθρο 12 §1 Σ).
Με βάση τα παραπάνω, διαπιστώνεται πως το Μονομελές Πρωτοδικείο δε θα μπορούσε να απορρίψει την αίτηση του σωματείου Σ, επειδή υπάρχουν στη συγκεκριμένη περιφέρεια περισσότερα των 500 πολιτιστικά σωματεία. Το Μονομελές Πρωτοδικείο έχει δικαιοδοσία να προχωρήσει μόνο σε έλεγχο νομιμότητας, δηλαδή μπορεί να ελέγξει κατά πόσο τηρήθηκαν όλοι οι όροι του νόμου στη σύνταξη της συστατικής πράξης και του καταστατικού και αν ο στόχος της σύστασης του σωματείου είναι νόμιμος. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, δεν είναι δυνατός ο έλεγχος σκοπιμότητος από μέρους του Πρωτοδικείου, άρα δεν επηρεάζεται η απόφαση για την ίδρυση του σωματείου από τον αριθμό άλλων συναφών σωματείων στην ίδια περιοχή.

2ο ερώτημα:

            Στην εσωτερική οργάνωση του σωματείου, είναι απαραίτητα για την ορθή λειτουργία του ο καθορισμός οργάνων και εκπροσώπων που θα εκφράζουν τη γενική βούληση του σωματείου. Τα αναγκαία όργανα αποτελούν η Διοίκηση και η Γενική Συνέλευση των μελών του σωματείου. Η Διοίκηση μπορεί να είναι είτε μονομελής, είτε πολυμελής, άρα σχηματίζεται Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο είναι εκτελεστικό όργανο και έχει στις αρμοδιότητές του την ανάληψη των ευθυνών για οποιαδήποτε πράξη σχετίζεται με το σωματείο. Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο εκπροσωπεί το σωματείο είτε δικαστικά είτε εξώδικα (Αγαλοπούλου, 2003, σελ. 73).
            Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το καταστατικό του Σωματείου Σ έχει ορίσει την ύπαρξη Διοικητικού Συμβουλίου και έχει καθοριστεί ο πρόεδρος του Συμβουλίου αυτού, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο να καταρτίζει κάθε δικαιοπραξία που αφορά στο Σωματείο. Προκειμένου να οριστεί ο πρόεδρος, έπρεπε να συγκληθεί το σημαντικότερο όργανο του σωματείου, δηλαδή η Γενική Συνέλευση, που αποφασίζει για κάθε υπόθεση του σωματείου που χρήζει εξέτασης και που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία κανενός άλλου οργάνου (ΑΚ 93).
            Στο ιστορικό, ο Α, που είναι πρόεδρος του Σωματείου προσέλαβε τη Γ ως γραμματέα, με σύμβαση μερικής απασχόλησης. Η μερική απασχόληση θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 38 του νόμου 1892/1900 και δηλώνει ότι η σύμβαση εργασίας προβλέπει λιγότερες ώρες απασχόλησης για τον εργαζόμενο, δηλαδή τέσσερις ώρες ημερησίως αντί για οκτώ. Η απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι έγκυρη η μερική απασχόληση κάποιου εργαζομένου είναι η έγγραφη συμφωνία των δύο μερών, δηλαδή του εργοδότη και του εργαζομένου, και η γνωστοποίηση της συμφωνίας αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας (Σιδέρης, 2008, σελ. 48).
            Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω στοιχεία για να αποδειχθεί η εγκυρότητα ή μη της απασχόλησης της Γ στο σωματείο, προκύπτει ότι ο πρόεδρος Α του Διοικητικού Συμβουλίου, ο οποίος εκλέχτηκε με νόμιμο τρόπο από τη Γενική Συνέλευση του Σωματείου Σ, και εξουσιοδοτήθηκε να καταρτίζει κάθε δικαιοπραξία, ήταν αυτός που αποφάσισε την πρόσληψη. Σε αυτήν την περίπτωση, επομένως, ο πρόεδρος λειτουργεί ως εκπρόσωπος του σωματείου και υλοποιεί απόφαση του σωματείου, αφού το Διοικητικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει την ανάγκη πρόσληψης της γραμματέως. Επιπλέον, ο Α προσέλαβε τη Γ με σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης δύο ετών για τέσσερις ώρες ημερησίως και με μισθό μηνιαίο που ανέρχεται στα 450€. Εφόσον τηρήθηκαν οι τυπικές διαδικασίες της πρόσληψης, όπως προαναφέρθηκαν, δηλαδή η έγγραφη συμφωνία των δύο μερών και η γνωστοποίηση της σύμβασης στην Επιθεώρηση Εργασίας, τότε η πρόσληψη της Γ στο Σωματείο Σ είναι έγκυρη.

3ο ερώτημα:

            Η εργασία της Γ στο Σωματείο Σ έχει ως αντάλλαγμα την καταβολή μισθού, που έχει οριστεί στα 450 ευρώ μηνιαίως. Το ύψος του μισθού ήταν αποτέλεσμα της συμφωνίας της εργαζομένης και του εργοδότη της, επομένως για την ίδια ο μισθός αποτελεί μέσο βιοπορισμού (Σιδέρης, 2008, σελ. 49). Ωστόσο, μετά το διάστημα το τριών μηνών, ο Α αρνήθηκε να καταβάλει στη Γ το μηνιαίο μισθό της, επειδή το σωματείο αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα.
            Εξαιτίας της εξαιρετικής σημασίας που έχει ο μισθός για τον εργαζόμενο, η νομοθεσία προστατεύει το μισθό με ιδιαίτερα αυστηρό τρόπο. Οι συνέπειες που επισύρει η μη καταβολή του, όπως στην περίπτωση της Γ, είναι ποινικές. Σύμφωνα με τον Αναγκαστικό Νόμο 690/1945, οποιοσδήποτε εργοδότης ή εκπρόσωπος επιχειρήσεως δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα τους μισθούς όπως έχουν καθοριστεί από τη σύμβαση εργασίας, τότε μπορεί να του επιβληθεί ποινή φυλακίσεως μέχρι έξι μηνών και χρηματικό ποσό, το οποίο δεν μπορεί να οριστεί χαμηλότερα από το ένα τέταρτο και υψηλότερα από το ήμισυ του χρηματικού ποσού που χρωστά στον εργαζόμενο (ΑΝ 690/1945[1]).
            Για να προστατεύσει το μισθό και τα εργασιακά δικαιώματά της, η Γ μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, δηλαδή να διακόψει νόμιμα την εργασία της, αφού πρώτα ενημερώσει εγγράφως τον Α και το Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου Σ. Το δικαίωμα επίσχεσης προβλέπεται και στον Αστικό Κώδικα (ΑΚ 325), όπου αναφέρεται ότι αν υπάρχει ληξιπρόθεσμη οφειλή, τότε ο οφειλέτης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση νοείται ως η εργαζόμενη Γ, έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής υπηρεσιών, μέχρις ότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Σε όλη τη διάρκεια της επίσχεσης, η Γ έχει δικαίωμα μισθού από τον εργοδότη της σαν να εργαζόταν, επειδή ο εργοδότης είναι υπερήμερος (Σιδέρης, 2008, σελ. 50).
            Ως προς το κατά ποίου πρέπει να στραφεί η Γ για την καταβολή του μισθού, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Α, ως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου και εκπρόσωπός του, είναι αυτός στον οποίο πρέπει να στραφεί πρώτα η Γ για την καταβολή του μισθού της. Όμως, ως πρόεδρος εκλεγμένος από τη Γενική Συνέλευση του Σωματείου, δρα εντός των αρμοδιοτήτων που του έχει παράσχει το Διοικητικό Συμβούλιο (Αγαλοπούλου, 2003, σελ. 73). Επομένως, η Γ μπορεί να στραφεί στο Σωματείο προκειμένου να λάβει τα δεδουλευμένα. Επιπλέον, ο Α ως εκπρόσωπος του Σωματείου θα είναι αυτός που θα υποστεί τις ποινικές συνέπειες που επισύρει η μη καταβολή μισθού στη Γ (άρθρο 8, §1, Ν. 2336/1995[2]).

4ο ερώτημα:

            Σύμφωνα με το ιστορικό, ο Α κατά τη διάρκεια πώλησης ενός ζωγραφικού πίνακα που ανήκε στη συλλογή του πολιτιστικού Σωματείου Σ, παρουσίασε ψευδή στοιχεία στον υποψήφιο αγοραστή Β, με αποτέλεσμα να πωληθεί ο πίνακας σε τιμή πολύ μεγαλύτερη της κανονικής αξίας του. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει απάτη, δηλαδή εκ προθέσεως συμπεριφορά που έχει σκοπό να παραπλανήσει ένα πρόσωπο, ώστε να το οδηγήσει σε δήλωση βούλησης, που σε διαφορετική περίπτωση δε θα την έκανε (Αγαλοπούλου, 2003, σελ. 140). Εδώ, η δικαιοπραξία που καταρτίστηκε μεταξύ του Α και του Β στηρίχθηκε στην απάτη, αφού ο Β δε γνώριζε την πραγματική αξία του ζωγραφικού πίνακα και μάλιστα παραπλανήθηκε από τον Α ως προς αυτήν. Η δικαιοπραξία, επομένως, είναι ακυρώσιμη, επειδή παράγει τα έννομα αποτελέσματά της, όμως μπορεί να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση, αν το ζητήσει ο Β (ΑΚ 147).
            Οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ακύρωση της δικαιοπραξίας είναι οι εξής (Αγαλοπούλου, 2003, σελ. 141):

1.         Η πρόθεση εξαπάτησης από ένα πρόσωπο, το οποίο έχει γνώση των αληθών στοιχείων των γεγονότων και με τη δράση του παραπλανά ένα άλλο άτομο, για να καταφέρει να το οδηγήσει σε ορισμένη δήλωση βούλησης.
2.         Η πραγματική πρόκληση παραπλάνησης, που υφίσταται όταν ένα άτομο έχει πέσει θύμα απάτης κάποιου άλλου προσώπου, με αποτέλεσμα να προχωρήσει στη δήλωση βούλησης που επιθυμούσε ο δράστης της απάτης.

            Στην περίπτωση του ιστορικού συντρέχουν και οι δύο προϋποθέσεις, καθώς ο Α δήλωσε ψευδή στοιχεία για την αξία του ζωγραφικού πίνακα, επειδή επιθυμούσε να παραπλανήσει το Β, και ο Β προχώρησε στην αγορά του πίνακα, που αποτελεί ορισμένη δήλωση βούλησης, επειδή πείστηκε από τα όσα του παρουσίασε ο Α ψευδώς ως αληθή.
            Ο Β, αφού συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, μπορεί να εγείρει αγωγή ακύρωσης της δικαιοπραξίας (ΑΚ 154), αλλά μέσα σε δύο έτη, η παρέλευση των οποίων σημαίνει της απόσβεση του δικαιώματος αγωγής ακύρωσης. Η αποσβεστική προθεσμία ξεκινά την επομένη της κατάρτισης της δικαιοπραξίας (ΑΚ 157). Ο Β έχει δικαίωμα αποζημίωσης για την απάτη που προκλήθηκε στο πρόσωπό του, εκτός από τη δυνατότητα ακύρωσης της δικαιοπραξίας. Αυτό ισχύει προκειμένου να ανορθωθεί η ζημία στην οποία έχει υποβληθεί ο Β για την αγορά του υπερτιμημένου πίνακα. Επιπλέον, ο Β μπορεί να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο να ανορθωθεί η ζημία του (ΑΚ 51).
            Τέλος, ο Β έχει τη δυνατότητα να στραφεί εναντίον του Σωματείου, και συγκεκριμένα του Διοικητικού Συμβουλίου, επειδή αυτό είναι το όργανο που είναι αρμόδιο να εκπροσωπεί τα μέλη του Σωματείου ενώπιον του δικαστηρίου, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αλλά και επειδή το Διοικητικό Συμβούλιο εξουσιοδότησε τον Α να προχωρήσει στην πώληση του ζωγραφικού πίνακα. Επίσης, ο Β μπορεί να στραφεί και εναντίον του Α προσωπικά, αφού εν πρώτοις αυτός ήταν ο κύριος υπεύθυνος της απάτης και ακολούθως, επειδή έχει οριστεί ότι αυτός ως Πρόεδρος του Σωματείου Σ έχει αναλάβει την εκπροσώπησή του και την κατάρτιση κάθε δικαιοπραξίας για λογαριασμό του Σωματείου. Σε περίπτωση που προβλέπεται από το καταστατικό ότι μόνος ο Πρόεδρος μπορεί να εκπροσωπεί το Σωματείο, τότε υπάρχει δικαστική εκπροσώπηση και μόνος ο Α θα παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου (Αγαλοπούλου, 2003, σελ. 73).

5ο ερώτημα:

            Το σωματείο έχει τη δυνατότητα να διαλυθεί αυτόματα, αν τα μέλη του περιοριστούν κάτω από 10, όταν περάσει ο προβλεπόμενος χρόνος που ορίζει το καταστατικό του σωματείου, με απόφαση της συνέλευσης των μελών που λαμβάνεται με ειδική απαρτία και με τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας του, όταν ορίζεται από το νόμο (Κιούση, 2008, σελ. 70).
            Στο ιστορικό, ομόφωνα τα 23 μέλη του σωματείου αποφάσισαν να διαλύσουν το σωματείο μετά από σχετική συνέλευση, επομένως η διάλυση του Σωματείου Σ είναι έγκυρη. Οι καταθέσεις που είχαν συγκεντρωθεί στην Εθνική Τράπεζα από τις δράσεις του Σωματείου έφταναν το ποσό των 1.200.000 ευρώ και για αυτό το λόγο τα μέλη αποφάσισαν να μοιραστούν το ποσό αυτό εξ ίσου. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο ΑΚ 106, η περιουσία του διαλυμένου σωματείου ουδέποτε διανέμεται στα μέλη του. Αντιθέτως, μετά τη διάλυση πρέπει να γίνει εκκαθάριση, η οποία γίνεται κατανοητή ως η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το νομικό πρόσωπο αυτοδικαίως μετά τη διάλυσή του και στη διάρκεια της οποίας ρυθμίζονται οι περιουσιακές του σχέσεις, καταγράφονται τα χρέη του και αποπληρώνονται (Αγαλοπούλου, 2003, σελ. 70).
            Εφόσον έχει επέλθει η εκκαθάριση, η περιουσία μπορεί να διατεθεί όπως ορίζει ο νόμος, το καταστατικό ή η συστατική του πράξη ή ακόμη όπως έχει αποφασίσει η Γενική Συνέλευση του σωματείου, όπως για παράδειγμα στη μεταφορά της περιουσίας σε άλλο σωματείο, που έχει παρόμοια λειτουργία και σκοπό με το διαλυθέν σωματείο. Ωστόσο, αν δεν έχει οριστεί το που θα περιέλθει η περιουσία, όπως στην περίπτωση του ιστορικού, τότε η περιουσία του σωματείου περιέρχεται στο δημόσιο, που έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει το σκοπό του νομικού προσώπου με την περιουσία αυτή (ΑΚ 77).
Βιβλιογραφία

Αγαλοπούλου Π. (2003) Βασικές Έννοιες Αστικού Δικαίου. Αθήνα: Αντ. Σάκκουλας.

Κιούση Ε. (1999) Βασικές Αρχές Δικαίου και Διοίκησης, Εισαγωγή στο Δίκαιο. Τόμος Α’, Πάτρα: ΕΑΠ.

Σιδέρης Δ. (2008). Βασικές Αρχές Δικαίου και Διοίκησης, Εργασιακές Σχέσεις, Εργασιακό Δίκαιο. Τόμος Γ’, Πάτρα: ΕΑΠ.

Νομολογία:

Κασιμάτης Ι. (2001). Το Σύνταγμα της Ελλάδος και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αθήνα: Αντ. Σάκκουλας.

Σπυριδάκης Ι. (2003) Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός Νόμος. Αθήνα: Αντ. Σάκκουλας.

www.et.gr – Επίσημη σελίδα Εθνικού Τυπογραφείου




[1] Όπως ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου www.et.gr.
[2] Ο νόμος 2336/1995 και ειδικότερα το άρθρο 8 είναι συμπληρωματικό του Νόμου 690/1945 ως προς τις ποινές που επισύρονται στον εκπρόσωπο μίας εταιρείας, στον εργοδότη ή σε ένα διευθυντή για τη μη καταβολή μισθού σε εργαζόμενο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου